γιαούρτι

γιαούρτι
Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό των γαλακτοβακίλλων, καθώς και σε ένζυμα. Έχει ευνοϊκή επίδραση σε περιπτώσεις διαταραχής της ισορροπίας της εντερικής χλωρίδας. Συναφή προς το γ., που καταναλώνεται ιδιαίτερα στις βαλκανικές και στις μεσανατολικές χώρες, είναι το τζιόντου της Σαρδηνίας και το κεφίρ του Καυκάσου. Το γιαούρτι θεωρείται από τις πιο θρεπτικές τροφές και αποτελεί συμπλήρωμα του σύγχρονου, ισορροπημένου διαιτολογίου (φωτ. ΦΑΓΕ).
* * *
και γιαγούρτι, το και γιαούρτη, η
1. παρασκεύασμα με γάλα (και πυτιά ή ειδική μαγιά) το οποίο πήζει βράζοντας αργά σε χαμηλή θερμοκρασία (ανάλογα με το δοχείο ή τον τόπο προελεύσεως: γιαούρτι σακούλας, λεκάνης, βεδούρας, Σηλυβριανό, Μανωλάδας κ.λπ.)
2. παροιμ. «οπού καεί στον χυλό (ή στο κουρκούτι ή στα λάχανα) φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έχει μια κακή εμπειρία φυλάγεται και από ακίνδυνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yoğurt].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • γιαούρτη — γιαούρτη, η και γιαούρτι, το (λ. τουρκ.), γάλα πηγμένο: Γιαούρτι στραγγιστό. – Γιαούρτι πρόβειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Strained yoghurt — with olive oil. Strained yoghurt, yoghurt cheese, labneh, or Greek yoghurt is yoghurt which has been strained in a cloth or paper bag or filter to remove the whey, giving a consistency between that of yoghurt and cheese, while preserving yoghurt… …   Wikipedia

  • Греческий йогурт — Фильтрованный йогурт в оливковом масле Фильтрованный йогурт, йогуртовый сыр, лабранех (араб. لبنة‎‎, ивр. לבנה‎) дахи …   Википедия

  • αστράγγιστος — ιχτος και ιγος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει στραγγιχθεί, που δεν έχει υποστεί διήθηση («αστράγγιστο γιαούρτι») 2. εκείνος που είναι ακόμη βρεγμένος γιατί δεν του αφαιρέθηκε αρκετό υγρό με συμπίεση ἡ άπλωμα («αστράγγιστα ρούχα», «αστράγγιστο… …   Dictionary of Greek

  • αϊράνι(ν) — το 1. όξινο υδατώδες υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου, ο ορός 2. ξινόγαλα αραιωμένο με νερό, γιαούρτι 3. ασβέστης αραιωμένος με νερό, γαλάκτωμα ασβέστη κατάλληλο για επίχριση 4. (μτφ. κυρίως για υφάσματα) καθετί λεπτό, ελαφρό …   Dictionary of Greek

  • βεδούρα — και βιδούρα, η 1. ξύλινο δοχείο για γάλα ή γιαούρτι 2. ξύλινο σκεύος για τη μεταφορά φαγητού 3. μέτρο δημητριακών 4. φρ. «άπλυτη βεδούρα» χοντρή ακάθαρτη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βεδούρι] …   Dictionary of Greek

  • βεδούρι — το (Μ βεδούριον) ξύλινο αγγείο για γάλα ή γιαούρτι, καρδάρα νεοελλ. 1. ξύλινο σκεύος για μεταφορά φαγητού 2. μέτρο δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βεδούρι < μσν. βεδούριον < (σλαβ.) vedro] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”